θελκτικά

θελκτικά
θελκτικός
neut nom/voc/acc pl
θελκτικά̱ , θελκτικός
fem nom/voc/acc dual
θελκτικά̱ , θελκτικός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… …   Dictionary of Greek

  • μαγευτικός — ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαγευτικός, ή, όν) [μαγεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία ή στους μάγους, μαγικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγευτική η τέχνη τής μαγείας, η μαγική τέχνη νεοελλ. αυτός που δίνει ψυχική ευχαρίστηση, θελκτικός,… …   Dictionary of Greek

  • μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”